οξύχειρ

οξύχειρ
ὀξύχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)
2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό-χειρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀξύχειρ — quick with the hands masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύχειρα — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύχειρας — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύχειρι — ὀξύχειρ quick with the hands masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”